- ὀφθαλμοειδής
- ὀφθαλμο-ειδής, ές,A like eyes,
ἄνθη Dsc.3.139
. Adv. -δῶς Ps.-Dsc.4.58.2 visible,ἔργον Aristox. Harm.p.40M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθη Dsc.3.139
. Adv. -δῶς Ps.-Dsc.4.58.ἔργον Aristox. Harm.p.40M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφθαλμοειδής — ές (Α ὀφθαλμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με οφθαλμό αρχ. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... ὀφθαλμοειδῶς (Α) με σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ειδής*] … Dictionary of Greek
ὀφθαλμοειδῆ — ὀφθαλμοειδής like eyes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀφθαλμοειδής like eyes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀφθαλμοειδής like eyes masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοειδές — ὀφθαλμοειδής like eyes masc/fem voc sg ὀφθαλμοειδής like eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοειδῶς — ὀφθαλμοειδής like eyes adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek